peopleSlider

Fake news και συγκοινωνία της πληροφορίας – Του Βασίλη Βασιλόπουλου

Fake news

«Η άρση της απαγόρευσης στάθμευσης, τα σβησμένα φανάρια και η αφαίρεση προειδοποιητικών πινακίδων του ΚΟΚ σε μονόδρομους και αριστερές στροφές σε λεωφόρους, μπορούν να προκαλέσουν το απόλυτο χάος στους δρόμους. Το ίδιο και η αφαίρεση πληροφορίας ή η παραπληροφόρηση».

Το παράδειγμα αποσκοπεί στο να γίνει κατανοητή η αξία της σωστής πληροφορίας και καθοδήγησης, την κατάλληλη στιγμή, για συγκεκριμένο σκοπό.

Η έλλειψη της χρήσιμης πληροφορίας, σε μικρή ή μεγάλη δόση, μπορεί να προκαλέσει χάος στο προαναφερόμενο σκηνικό. Η παραπληροφόρηση – και αυτό που τελικά ο λαός αποκαλεί μισή αλήθεια- δεν είναι τίποτα άλλο από ψευδή πληροφορία.

Κανείς ωστόσο, δε θα αποκαλούσε τις πληροφορίες που βλέπει ή δε βλέπει σε πινακίδες, ως fake news. Διότι αυτό που βλέπει ισχύει μέχρι να παραβιαστεί, ενώ αυτό που δε βλέπει – και είναι ας πούμε η άλλη μισή πληροφορία- δεν συσχετίζεται στο μυαλό του ως ψευδής σήμανση.

Είναι πιθανό όμως οι διαπληκτιζόμενοι οδηγοί να αποδίδουν τον όρο fake news για κάθε ισχυρισμό ότι επιτρέπεται να παρεκτρέπονται, και αυτό διότι κατέρρευσε η αξιοπιστία του συστήματος κυκλοφοριακής σήμανσης.

Δε μπορούμε όμως να φανταστούμε τον τροχονόμο και τον εποχούμενο να αλληλοκατηγορούνται για fake news του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας επειδή ακριβώς υπάρχει αυτό το πλαίσιο κανόνων. Αντίστοιχα, στην κυκλοφορία μιας πληροφορίας ο δημοσιογράφος και τα media, εφαρμόζοντας τον Κώδικα Δεοντολογίας, δεν επιτρέπουν παρερμηνείες και επικράτηση της αυθαιρεσίας.

Η ψευδής εικόνα

Αυτό που συμβαίνει σχεδόν αποκλειστικά στα ΜΜΕ και τη δημοσιογραφία είναι μονόπλευρη ενημέρωση, ισχυρισμοί και εξωραϊσμοί που αφορούν στο πολιτικό και το κοινωνικο-οικονομικό ρεπορτάζ.

Οι πολιτικές δυνάμεις και οι ισχυροί μηχανισμοί αντιμετωπίζουν τους αντιπάλους με μισές ή κατασκευασμένες «αλήθειες» και με αλληλοκατηγορίες περί fake news, μια ορολογία που ελέω Τραμπ καθιερώθηκε για κάθε φορά που διαφωνούμε με τους ισχυρισμούς κάποιου άλλου.

Οι ψευδείς ειδήσεις ωστόσο, στην εποχή της μετα-αλήθειας, δεν είναι τόσο απλή εκτροπή. Είναι κατασκευές που στοχεύουν στην δημιουργία νέων εντυπώσεων μέσω ανύπαρκτων «γεγονότων» και ερμηνεία παλαιών συμβάντων με αλλοίωση της ιστορίας.

Είναι δημιουργήματα που χρησιμοποιούνται με τη βοήθεια της υψηλής τεχνολογίας και της ψυχολογικής εξάρτησης των ανθρώπων από εικονικά κοινωνικά περιβάλλοντα.

Η μοδάτη χρήση του όρου fake news

Με χρήση εργαλείων χειραγώγησης, η στρατηγική των κατά ριπάς ισχυρισμών περί fake news, υπονομεύει ακόμη και αυτή την συνταγματική εγγύηση να λαμβάνει απρόσκοπα ο πολίτης ενημέρωση ώστε να σχηματίζει δημόσια άποψη. Με άλλα λόγια υπονομεύει την προσωπική ελευθερία, την ελευθερία της έκφρασης, το δικαίωμα στην έγκυρη πληροφόρηση και εν τέλει την αντιπροσωπευτική δημοκρατία.

Τα ισχυρά κέντρα κάνοντας χρήση των επεξεργασμένων προσωπικών πληροφοριών των ανθρώπων από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, σχεδιάζουν και υλοποιούν εκστρατείες πειθούς για να επηρεάσουν τις επιλογές των καταναλωτών και των ψηφοφόρων.

Οι άνθρωποι αποκαλύπτουν μόνοι τους τον τρόπο που σκέφτονται, τις απόψεις, τις πεποιθήσεις και τις προτιμήσεις τους καθώς διαδρούν εντός των εικονικών κόσμων των social media και κυρίως δείχνουν οι ίδιοι σε κάθε ενδιαφερόμενο το πώς να εκμεταλλευτεί την πολύτιμη πληροφορία, για το πόσο αγαπούν να δημιουργούν ισχυρές σχέσεις με όσους συμφωνούν επί συγκεκριμένων θεμάτων. Αυτή είναι η βάση ανάπτυξης και εξάπλωσης της βιομηχανίας κατασκευασμένης «επίκαιρης» πληροφορίας ή πλήθους πληροφοριών που χρονιζόμενες επιχειρούν να δομήσουν νέες αντιλήψεις.

Η εκμετάλλευση της πολύτιμης πληροφορίας μπορεί να γίνει με δυο τρόπους, εξίσου αποτελεσματικούς. Η πρώτη μέθοδος είναι η διασπορά ψευδών ισχυρισμών και το rewriting της ιστορίας. Αυτή η πρακτική περιλαμβάνει τόσο εξατομικευμένα μηνύματα στον χρήστη όσο και τη δημιουργία θορύβου μέσω μεγάλου αριθμού σχετικών δημοσιεύσεων με άπειρες εμφανίσεις στα διαδικτυακά περιβάλλοντα και μεγάλη διείσδυση στο περιεχόμενο των ΜΜΕ. Με άλλα λόγια ο δέκτης πείθεται με τεχνάσματα ότι οι κατασκευασμένες πληροφορίες είναι αληθείς επειδή συμφωνούν πολλοί με αυτές.

Η δεύτερη τακτική είναι η χρήση του όρου fake news από κάθε κέντρο επηρεασμού σε κάθε περίπτωση επικοινωνιακού πολέμου μεταξύ κυρίαρχων μηχανισμών προπαγάνδας. Οι πολιτικοί χρησιμοποιούν συχνότερα τον όρο, ενώ και στην οικονομία παρατηρείται ότι οι αριθμοί και η οπτικοποιημένη πληροφορία χρησιμοποιούνται για να ενισχύουν ισχυρισμούς και να δημιουργούν «βεβαιότητες».

Παράλληλα, φυτεύουν την αμφιβολία ακόμη και για ζητήματα όπως η κλιματική αλλαγή και η επίπεδη Γη. Αυτά δε συμβαίνουν μόνο στις ΗΠΑ από το 2016, αλλά συμβαίνουν και στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ευρώπη της κρίσης.

Ο ΚΟΚ της δημοσιογραφίας είναι η δεοντολογία

Ας δούμε και το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται αυτές οι πληροφορίες. Καταρχήν η τεχνολογία έχει σχεδιαστεί να εμποδίσει τους δημιουργούς της να τη ρυθμίσουν. Ο ιμάντας επικοινωνιακής ροής κινείται με ταχύτητα φωτός εμποδίζοντας μηχανισμούς έρευνας, διαφάνειας και αξιοπιστίας να λειτουργήσουν.

Τεχνολογία, αλγόριθμοι και δρώντες συγκροτούν ένα οικοσύστημα με τη μορφή δικτύου αντικειμένων που διαρκώς επιχειρεί να επικοινωνεί για να δημιουργήσει αγώγιμες σχέσεις αλλά δεν είναι βέβαιη η προνομιακή θέση και υπόσταση του δράστη.

Το οικοσύστημα αυτό ωφελεί τις πολιτικές και εταιρικές ελίτ να διακινούν πληροφορίες χωρίς λογοδοσία, καθώς τα μμε που μέχρι την ανάπτυξη των πλατφορμών ήταν οι ράγες και τα φρένα, αδυνατούν είτε να καλύψουν δημοσιογραφικά τόσα γεγονότα και να ελέγχουν τόση πληροφορία, είτε δυσκολεύονται να επιβιώσουν.

Η δημοσιογραφία έχει πλέον τη μορφή της διαδικασίας γραφείου και δεν υπάρχουν καθόλου χρήματα για την ερευνητική δημοσιογραφία, τη διαρκή επιμόρφωση του δυναμικού και την ενίσχυση αυτού με τα κατάλληλα τεχνολογικά εφόδια.

Τα media αναπόφευκτα παρακολουθούν όλο και περισσότερο την ατζέντα των κυρίαρχων μηχανισμών προπαγάνδας και αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί ορισμένα Μέσα έχουν χάσει την εμπιστοσύνη του κοινού τους.

Οι δημοσιογράφοι αν και διαθέτουν το εργαλείο για να αντιμετωπίσουν αυτή την χαοτική κατάσταση, εντούτοις, έχουν εγκαταλείψει τη χρήση του για να επιβιώσουν σε ένα περιβάλλον χωρίς κανόνες. Η πραγματικότητα είναι ότι ο Κώδικας Δεοντολογίας και οι ηθικές αρχές στα Μέσα, μπορούν να περιορίσουν αρκετά το πρόβλημα της αδυναμίας διάκρισης μεταξύ της κατασκευής και της αλήθειας.

Η επόμενη μέρα

Ειδικώς η αντίδραση των Βρυξελλών στην εμφανή προσπάθεια χειραγώγησης με τη χρήση των προσωπικών δεδομένων των πολιτών και την αποκάλυψη του σκοτεινού ρόλου του Facebook και της Google στο σπορ της δημιουργίας προφίλ των χρηστών, βοήθησε να εξελιχθεί και η συζήτηση για έναν κώδικα δεοντολογίας κατά της παραπληροφόρησης.

Υπενθυμίζεται ότι οι μεγάλες πλατφόρμες απάντησαν θετικά χωρίς δυσκολία στην Κομισιόν αλλά πίσω από αυτό αρνήθηκαν ότι είναι ΜΜΕ, οπότε και αφέθηκε να υλοποιήσουν τον Κώδικα εθελοντικά και μέσω καλών πρακτικών.

Το Facebook έχει επανειλημμένα προσλάβει δημοσιογράφους και σέρβις από μεγάλα Μέσα και Πρακτορεία αλλά έχει κάνει μια τρύπα στο νερό όπως μαρτυρά και ο βομβαρδισμός καταγγελιών από τις ευρωπαϊκές αρχές προστασίας της ιδιωτικότητας, ραδιοτηλεοπτικών συμβουλίων και ανεξάρτητων αρχών διενέργειας εκλογών.

Δυστυχώς όλα αυτά βρήκαν ελάχιστη απήχηση στα ελληνικά ΜΜΕ. Ακόμη χειρότερα, αντί να αναπτυχθούν πρωτοβουλίες και να ενισχυθεί η επίγνωση του κοινού, προβλήθηκε περισσότερο η αντίδραση του Υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής για την πρόσληψη μη δημοσιογράφων από το Facebook για τον έλεγχο των ειδήσεων, αλλά ποτέ δε συζητήθηκε η υποχρέωση των ΜΜΕ να δημιουργήσουν μηχανισμό fact checking για fake news προκειμένου να αδειοδοτηθούν ή να πιστοποιηθούν στο Μητρώο news sites.

Η πρόκληση των επόμενων ετών θα είναι να αναζωογονηθεί η δημόσια αποστολή της δημοσιογραφίας και να βοηθηθούν τα μέσα ενημέρωσης να επανασυνδεθούν με τους πολίτες. Αυτή η υπαρξιακή κρίση απαιτεί από τα ΜΜΕ να εξετάζουν την αξιοπιστία των πηγών και των πληροφοριών και να ακυρώνουν την παραπληροφόρηση.

Ως γνωστόν, ο δημοσιογράφος με το καθήκον αληθείας, πρέπει να διερευνά και να αποφασίζει για το τι θα δημοσιεύσει μόνον όταν έχει σοβαρές ενδείξεις αληθείας και το θέμα αφορά στο Δημόσιο Συμφέρον.

Παράλληλα είναι αναγκαίο να βρεθούν λύσεις στην κρίση της χρηματοδότησης της ερευνητικής δημοσιογραφίας. Αυτό απαιτεί και πολιτική βούληση για επένδυση σε ανοικτά, συνδεδεμένα και πλουραλιστικά συστήματα επικοινωνίας. Χρειάζεται να εστιάσουν όλοι στην ποιότητα της διανεμόμενης πληροφορίας, την καταπολέμηση του μίσους, του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας.

Οι ηθικές αξίες της δημοσιογραφίας πρέπει να αποτελέσουν το ISO στη διακυβέρνηση των Μέσων Ενημέρωσης ενώ δε θα πρέπει να παραβλέπουμε την αξία της κατάρτισης τόσο των δημοσιογράφων όσο και του κοινού και ειδικά των νέων ανθρώπων που πρέπει να αναπτύξουν αντιστάσεις.

Βασίλης Βασιλόπουλος
Βασίλης Βασιλόπουλος

*ο Βασίλης Βασιλόπουλος είναι δημοσιογράφος, Υπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων στην ΕΡΤ, Υπεύθυνος Σύνταξης των Κωδίκων Δεοντολογίας της ΕΝΕΔ και υποψήφιος Διδάκτωρ του ΑΠΘ για την επίπτωση των Προτύπων ρυθμίσεων και αυτορρυθμίσεων στη Βιομηχανία των Μέσων.

Σχόλια